χαίροντες

χαίροντες
χαίρω
rejoice
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Codex Beratinus — For the similarly named manuscript, see Codex Beratinus II. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 043 …   Wikipedia

  • πολυκόλυμβος — ον, Α αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευ κόλυμβος] …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”